- αποτελούμαι από κτ.
- aus etw. bestehen
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ευανδρώ — εὐανδρῶ, έω (Α) [εύανδρος] 1. (για τόπο) κατοικούμαι από πολλούς άνδρες, κυρίως από γενναίους και ενάρετους, είμαι εύανδρος 2. (για ομάδα ανδρών) αποτελούμαι από ακμαίους, γενναίους, γυμνασμένους άνδρες («εὐανδροῡντι πληρώματι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
σπονδειάζω — ΝΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα τού σπονδείου 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων (ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβώ — μονοσυλλαβῶ, έω (ΑΜ) [μονοσύλλαβος] 1. είμαι μονοσύλλαβος, αποτελούμαι από μία μόνο συλλαβή 2. εκφέρω λέξη με μία μόνο συλλαβή … Dictionary of Greek
τετρασυλλαβώ — έω, ΜΑ [τετρασύλλαβος] αποτελούμαι από τέσσερεις συλλαβές … Dictionary of Greek
τρισυλλαβώ — έω, Α [τρισύλλαβος] (για λέξη) αποτελούμαι από τρεις συλλαβές … Dictionary of Greek
υποδιαιρώ — υποδιαίρεσα, υποδιαιρέθηκα, υποδιαιρεμένος 1. διαιρώ τμήμα ή τμήματα σε ακόμη μικρότερα μέρη: Υποδιαιρώ μέτρο σε εκατοστά. 2. διαιρώ, διαχωρίζω: Υποδιαιρώ την τρίτη τάξη του σχολείου σε τρία τμήματα. 3. το μέσ. και παθ., υποδιαιρούμαι χωρίζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… … Dictionary of Greek